-
1 διανομη
ἥ1) раздел, раздача(χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὴ ἄφιλοι Aesch. - v. l. διαρταμή и διατομή)
; распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.)2) установление, порядок(παλαιαὴ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.)
1 διανομη
(χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὴ ἄφιλοι Aesch. - v. l. διαρταμή и διατομή)
; распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.)(παλαιαὴ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.)